Ο έρωντας τση μουσικής….(του Αντώνη Κουκλινού)

2014-08-09 11:23

Ο έρωντας τση μουσικής….(του Αντώνη Κουκλινού)

Δεκαετία του 80.
Επήγαινα αρά και πού, στο χωργιό τση γυναίκας μου το Αντισκάρι.
Έτυχε εκείνη την εποχή και έπαιζα με ένα λυράρη που ήτανε δυνατό όνομα και καλός καλλιτέχνης.
Ο Δημήτρης ο Καμάρης.
Αργότερα εκάμαμε και δισκογραφία μαζί.
Εκεί λοιπόν σε ένα πανηγύρι επαίζαμε στα Πλαθιά Περάματα, δίπλα στο κύμα.
Το γλέντι ήτονε δυό βραδιές.
Γνώριζα και από πρίν τον αείμνηστο Σταυρουλονικόλα.
Αλλα σε εκειονά το γλέντι ο άθρωπος εμαγεύτηκε.
Δεν θα πω πολλά πάνω σ’αυτό, μόνο ένα.
Κάθε που θελα σμίξω με αυτόν τον άθρωπο, ήτανε ο σεβασμός του απίστευτος.
Ο πεθερός μου πολλές φορές θυμούμαι να μου μεταφέρνει τα χαιρετίσματά του, με απίστευτες κουβέντες.
Εμιλούσαμε με μαντινάδες, και από τα μάθια μας, εξεχυλούσανε τα συναισθήματά μας.
Μερακλίδικος έρωτας.
Ο Σταυρουλονικόλας είχε ένα αδερφό, που έπαιζε παθιασμένα βιολί.
Τον αείμνηστο Σταυρουλογιώργη.
Άνθρωπος χαμηλών τόνων και εσωστρεφής.
Δεν τον ήξερα προσωπικά καλά.
Είχα ακούσει πως αγάπησε μια φορά στη ζωή ντου και πως δε παντρεύτηκε ποτέ.
Είχαμε ανταλλάξει τσι σκέψεις μας, στο καφενείο κάποιες φορές.
Δεν τον είχα ακούσει ποτέ να παίζει από κοντά.
Γνώριζα όμως την τεράστια αξία που είχε ως βιολάτορας.
Σε κάποια γλέντια που είχα παίξει στη πλατεία του χωριού, εκαθότανε στην αυλή ντου σπιθιού ντου και με άκουγε.
Δεν ερχότανε στο γλέντι, εγω τουλάχιστον δεν τον είχα δει.
Σε ένα γάμο που έπαιζα, εξώμεινα και την επαύριο, μου’πεψε μαντατοφόρο να μάθει αν είμαι ακόμα στο χωργιό.
Εγώ εκοιμούμουνε ακόμη, μα ήρθενε ο πεθερός μου και μου λέει.
-Ξύπνα… ξύπνα γιατί σε ψάχνει ο Σταυρουλογιώργης.
Εσηκώθηκα και επήγα στο σπίτι ντου.
Με καλοσώρισε και μου λέει.
-Ένα χατίρι θέλω να μου κάμεις.
-Ότι θέλεις κύριε Γιώργο μόνο να μπορώ.
-Θέλω να φέρεις το λαγούτο σου, να παίξω μαζί σου.
Για μια στιγμή τά’χασα.
Επειδή ήξερα ότι δεν έπαιζε εύκολα.
Επήρα το λαγούτο μου και εκατέβηκα στο σπίτι ντου.
Μόλις εμπήκα μέσα, έκλεισε πόρτες, παραθύρια, (μεσημεριάτικα) και άναψε το φως.
Έκοψε μια φέτα καρπούζα, έβαλε και δυό ρακές.
-Πχιές μια ρακή πρίν αρχίξωμε μου κανει.
Ετρέμανε τα δαχτύλια μου απου εβάστουνε τη μπένα.
Έδρωσα και το κατάλαβε και εσηκώθηκε να φέρει μια πετσέτα να σκουπιστώ.
-Εκαψώθηκες μου κάνει:
Να ανοίξω τσι πόρτες :
-Όχι να μην ανοίξεις του λέω.
Για να τσι κλείσεις, έχεις το σκοπό σου και θέλω να το νε μάθω.
Έβγαλε το βιολί από τη θήκη και μου λέει.
-Κλούθα μου.
Η μαγεία του ήχου δεν περιγράφεται.
Από re matzore εξεκίνησε, και κατάληξε σε Μεσσαρίτικες κοντυλιές.
Είχε σφαλιχτά τα μάθια ντου, μα καταλάβαινα από τσι μορφασμούς του προσώπου, πως το παίξιμό μου τον ακολουθούσε σωστά, στα μουσικά μονοπάθια που ήθελε να περπατήσει.
Έπαιξε αρκετά κομάθια και μια στιγμή μου λέει.
-Με το πεθερό σου το Μανούσο, είμαστε καλοί φίλοι.
Όλο ρωτώ για σένα, που παίζεις και πότες θα να’ρθεις έπαε στο χωργιό.
Οψάργας δε κοιμήθηκα απου τη μουσική που εγρίκουνα και δεν έβλεπα την ώρα να ξημερώσει, για να σε καλέσω να σμίξωμε έπαε στο σπίτι, οι δυό μας.
Δεν ήθελα να είναι μπροστά κιανείς άλλος.
Ήθελα νάμαστε αμοναχοί μας, γιατί η μουσική που επαίξαμε, ήτονε έρωτας.
Και στον έρωτα… τρίτος δε χωρεί…..
Ήτανε η μία και μοναδική φορά που έπαιξα μαζί του, γιατί έλειψα καιρούς από τη Κρήτη και δυστυχώς πέθανε αργότερα. 
Όμως μου άφησε μιά μοναδική εμπειρία, να νοιώσω του μερακλή τον έρωντα για τη μουσική. 
Αυτός ο ταπεινός και λιγομίλητος άνθρωπος, με το δοξάρι του κατάφερε, να μαγέψει, το ψυχικό μου κόσμο.………..

 

Κουκλινός Αντώνης.