Το πιο γλυκό ψωμί...της Κορίνας Κουκουράκη

2016-08-29 09:02

Αναρωτιέμαι γιατί τούτο το γυαλί που κλείστηκες μέσα είναι τόσο γερό και τόσο παχύ
 που δεν το διαπερνά το φως του ήλιου.

Πάει πολύς καιρός που έχασες το δρόμο.

Πας όπου πάνε όλοι.

Ακολουθείς μια πορεία τυφλών.

Είσαι μέσα σ΄ έναν ανθρώπινο ποταμό που αφήνεται να κυλά, χωρίς βούληση.
Χωρίς συνείδηση της πρώτης, της αγνής επιθυμίας.

Aνίσχυρος και φοβισμένος.

Ξέχασες ποιος είσαι.

Θυμάσαι μόνο ποιος πρέπει να είσαι.

Είναι ευκολότερο αυτό.

Άλλωστε αυτό κάνουν οι περισσότεροι.

Και αφού το κάνουν οι πιο πολλοί, θα είναι το σωστό.

Πού να μπαίνεις τώρα στη διαδικασία της σκέψης κι ακόμα χειρότερα, της κριτικής σκέψης.

Βαρετό.

Χρονοβόρο.

Δύσκολο.

Άσε που μπορεί να μη σου βγει και σε καλό.

Καλύτερα μαζί με τον όχλο.

Στον ανθρώπινο ποταμό που κυλάει άβουλα όλα είναι πιο εύκολα.

Αυτό δε θέλει κόπο.

Εκεί δε χρειάζεσαι ταυτότητα.

Είσαι κανένας.

Είσαι ασφαλής.

Ένας ακόμα ανάμεσα στους τόσους.

Δε χρειάζεται να αποδείξεις τίποτα.

Αρκεί να υπακούς.

Δε θα σου ζητηθεί τίποτα άλλο.

Μόνο υπακοή.

Θα αφεθείς στο ποτάμι του όχλου.               

Θα υπακούς τυφλά και τελειώνει η υπόθεση.

Ξεμπερδεύεις με όλα.

Ούτε ανησυχίες, ούτε σκέψεις, ούτε όνειρα.

Παραίτηση.

Και ασφάλεια.

Κανείς δε θα σ΄ ενοχλήσει.

Ούτε εσύ θα ενοχλήσεις κανένα.

Φρόνιμος και δεμένος.

Και ασήμαντος.

Και λίγος. Και μικρούλης.

Μ΄ άλλα λόγια, έζησες δεν έζησες είναι το ίδιο.

Ή αλλιώς, και που έζησες.. τίποτα δεν κατάλαβες από τη ζωή.

Ούτε μίλησες ποτέ με τα λόγια της καρδιάς,
ούτε κοινώνησες ποτέ την ουσία, ούτε μάλωσες, ούτε διεκδίκησες κάτι.

Θα περάσεις και θα φύγεις και κανείς δεν θα το πάρει χαμπάρι.

Ούτε εσύ.

Kι αν έκανες καμιά βραδιά ένα όνειρο, κοιτώντας το φεγγάρι, κι αν σκούπισες και κάνα δάκρυ,
τ΄ άφησες κι αυτά πίσω σου, να μη σε βαραίνουν και τα ξέχασες.

Κι ύστερα σε ξέχασαν κι αυτά γιατί δε σου άξιζαν, ούτε σου ταίριαζαν.

Αφού δεν τ΄ αναγνώρισες.

Δεν τα πίστεψες.

Δεν τα υπερασπίστηκες ποτέ.

 

Εκεί ταιριάζεις.

Εκεί ακριβώς που βρίσκεσαι.

Ούτε στο “ναι”.

Ούτε στο “όχι”.

Στο “ίσως”.

Κάπου στη μέση.

Είναι έξυπνο αυτό..

Είναι η καλύτερη θέση.                                     

Όταν έρθουν δύσκολες ώρες – πάντα έρχονται – και πρέπει να διαλέξεις,
 μπορείς να κάνεις ένα μικρό βηματάκι και να μετακινηθείς στην πλευρά που βολεύει περισσότερο.

Να βρεθείς χωρίς κόπο με τους πιο δυνατούς.

Βολεύει σου λέω η μετριότητα.

Ξέρεις εσύ.

Ασφάλεια.

Και δε θα μάθεις ποτέ, ποτέ όμως ότι αυτή η ασφάλεια που διάλεξες είναι ψεύτικη.

Την έφτιαξαν άλλοι και σου την έδωσαν με αντάλλαγμα το πιο πολύτιμο που έχεις, αλλά αγνοείς.

Την ίδια τη ζωή σου.

Ανόητε, μικρέ, δειλέ..

Δεν θα κερδίσεις, ούτε θα χάσεις ποτέ καμιά μάχη, γιατί ποτέ δε θα νιώσεις πως κάποια μάχη σε αφορά.

 

Εκτός από τη μάχη με τον «άλλο».

Αυτή μάλιστα.

Σε αφορά.

Ίσως είναι η μόνη μάχη που θα δώσεις.

Γι αυτήν προετοιμάζεσαι από την ώρα που γεννιέσαι.

Δε θα την κερδίσεις όμως.

Γιατί ο «άλλος» είναι ιδέα και η ιδέα δε νικιέται.

Ο φορέας της – ο άλλος – έχει καεί αμέτρητες φορές στην πυρά.

Στην πυρά που έφτιαξες εσύ.

Που άναψες και τον πέταξες.

Θυμάσαι ;

Αλλά η ιδέα είναι ακόμα εδώ.

Η ιδέα είναι αιώνια.

Δεν καίγεται.

Ναι, θυμάσαι..

Ο άλλος...                                                            

Εκείνος που μίσησες από την πρώτη στιγμή που τον είδες.

Δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.
 Βλέπεις ο άλλος έχει όνειρα και αυτό δεν το αντέχεις.

Κι ο άλλος σε κατάλαβε από την πρώτη ματιά.

Σ΄ αναγνώρισε.

Είπε «να ο εχθρός μου». Στάθηκε να σε δει πιο καλά. Κοίταξε μέσα σου ... κι αναστατώθηκες.

 

Κι εσύ που δε συγκινείσαι από τίποτα, από τον «άλλο» θα συγκινηθείς..

θα θυμώσεις μαζί του επειδή σου χαλάει την ησυχία.

Επειδή όταν σε κοιτάζει, η ματιά του σκάβει μέσα σου και ξεθάβει μνήμες.

Γεύσεις που αγάπησες και πρόδωσες. Και μετά έθαψες και ξέχασες.

Σου θυμίζει αυτό που δε θέλεις να θυμάσαι.

Γι αυτό αναστατώνεσαι και θυμώνεις.

 

Να ξέρεις όμως ότι του χρωστάς χάρη.

Χωρίς εκείνον δεν είσαι τίποτα.

Σου έχει δώσει τις πιο δυνατές συγκινήσεις.

Εξ΄ αιτίας του ένιωσες μεγαλειώδη συναισθήματα.

Θυμό, μίσος, ανάγκη να πολεμήσεις.

Σου έκανε πολύτιμα δώρα.

Έδωσε στη ζωή σου αξία.

Πρέπει να τον αγαπάς.

Αλλά δεν μπορείς.

Γι αυτό κάνεις αυτό που μπορείς.

Τον μισείς.

Είναι πιο εύκολο.

Και πιο ασφαλές..

 

Δεν πειράζει.

Έτσι πρέπει να γίνεται.

Εσύ και ο άλλος είστε δυο δυνάμεις αντίθετες, όπως το φως και το σκοτάδι.
 Αν συναντηθείτε μόνο ένα μπορεί να γίνει. Να συγκρουστείτε.                                   

Είναι νόμος του σύμπαντος.

Η επιλογή για το στρατόπεδο που θα βρίσκεται ο καθένας είναι απολύτως προσωπική υπόθεση.

Το σύμπαν δεν ενδιαφέρεται για τη θέση σας.

Δεν θ΄ ασχοληθεί καθόλου μ΄ αυτό.

Όποια πλευρά κι αν διαλέξετε δεν έχει σημασία.

Το σύμπαν δεν δίνει ελαφρυντικά, δεν δικάζει.

Δεν έχει λόγους να πάρει θέση. Δεν χρειάζεται άλλωστε.

Οι συνέπειες της όποιας επιλογής θα έρθουν οπωσδήποτε.

Είναι θέμα χρόνου.

 

 

Να ξέρεις όμως πως αυτός είναι χαρούμενος    

που δεν βρίσκεται μέσα στο ποτάμι του όχλου που κυλά χωρίς βούληση.

 Σ΄αυτό που βρίσκεσαι εσύ.

 

 

Είναι χαρούμενος που δε θα πετάξει ποτέ          

την πέτρα σε κανέναν «αμαρτωλό» και μάλιστα θα τον αθωώσει χωρίς δίκη.
Γιατί ξέρει πως όλοι έχουν δικαίωμα στην αμαρτία και στο λάθος.
 Πιστεύει πως «τα λάθη» , μας κάνουν σοφότερους.
Εσύ, θα πετάξεις την πέτρα, χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς ενοχές.

 

Είναι χαρούμενος που αποδέχεται την ύπαρξή σου κι επιπλέον την θεωρεί απαραίτητη,
γιατί έχει καταλάβει ότι τον βοηθάς να αναπτύσσεται και να δυναμώνει.
Κάθε φορά που σε κάνει πέρα και σε πετάει έξω από το δρόμο που θέλεις να του κλείσεις, μεγαλώνει.
 Εσύ δεν τον αποδέχεσαι.

 

Είναι χαρούμενος γιατί ανήκει στη μειονότητα που μπορεί να κάνει όνειρα
και να τα υπερασπίζεται με οποιοδήποτε κόστος.
Βλέπεις, τα πιστεύει. Εσύ δεν έχεις όνειρα.
Έχεις αποφασίσει πως δεν τα χρειάζεσαι και πως δεν τα χρειάζονται και οι άλλοι.
 Χλευάζεις τα όνειρα γιατί τα φοβάσαι.

 

Είναι χαρούμενος που μπορεί να σκέφτεται με σκέψη ελεύθερη,
ν΄ αμφισβητεί τους κανόνες και να τους παραβιάζει όποτε νιώσει πως αυτό είναι η ηθική του υποχρέωση.
 Εσύ δεν έχεις τη δυνατότητα να σκεφτείς με σκέψη δική σου και δανείζεσαι τη σκέψη των «δασκάλων σου».
 Εκείνος ξέρει να κρίνει «τους δασκάλους» και τους απορρίπτει όταν αισθάνεται πως δεν επαρκούν.

 

Είναι χαρούμενος, κάθε φορά που επιλέγει το δρόμο που θα περπατήσει και τον περπατά περήφανα,
είναι βλέπεις ο δικός του δρόμος.
Εσύ δε θα περπατήσεις κανένα «δικό σου» δρόμο.

 

Είναι έτοιμος να πληρώσει το κόστος των επιλογών του και είναι χαρούμενος γιατί μπορεί.
Σωστό ή λάθος δεν τον πειράζει. Δικά του και τα δύο.
Ξέρει πόσο ωραίο είναι να πληρώνει κανείς για τα «λάθη» που ο ίδιος έχει επιλέξει.
Δε θέλει να χρωστά πουθενά και κυρίως δε θέλει να χρωστά στον εαυτό του.

Αυτό εσύ δε θα το μάθεις ποτέ.                           

Εσύ θα ζήσεις χρεωμένος.

 

Ο άλλος στην κριτική που ασκεί συμπεριλαμβάνει και τον εαυτό του. Από αυτόν ξεκινά.
Και με αυτόν κυρίως ασχολείται γιατί θέλει να τον μάθει, να τον καταλάβει.

Πρώτα πάνω του ρίχνει τον προβολέα και αρχίζει να ρωτά για την αλήθεια.
Τη δική του αλήθεια. Αυτή που τον αφορά, τον κάνει καλύτερο, τον ολοκληρώνει.

Είναι περίεργος, ενοχλητικός. Δεν χορταίνει η πείνα του με ψίχουλα.
Όλα θέλει να τα μάθει και γι αυτό ρωτάει συνέχεια και δεν ηρεμεί.
 Είναι δύσπιστος, ανήσυχος. Δεν του αρέσουν τα σκοτεινά δωμάτια που κατοικείς εσύ.
Αμφισβητεί τα πάντα. Δεν πείθεται εύκολα. Χρειάζεται αποδείξεις για να πειστεί. Πράξεις.

Δεν εμπιστεύεται τα λόγια αν δεν έχουν συνέπεια.

Κοιμάται με τα μάτια της ψυχής του ανοιχτά.
 Θέλει να μάθει....θέλει να ζήσει πριν πεθάνει..
Θέλει την αλήθεια ολόκληρη.

Εσύ με την αλήθεια δε θέλεις να έχεις σχέση.

Σε ξεβολεύει.                                                         

 

Ο άλλος όταν τελειώσει η ζωή του θα φύγει, χωρίς να έχει μετανιώσει για τίποτα.
Χορτάτος και περήφανος.
 Ίσως μόνο να λυπηθεί που δεν πρόλαβε να κάνει περισσότερα λάθη
και έχοντας καταλάβει πως εσύ δεν είσαι εχθρός του,
αλλά ένα πλάσμα τραγικό, χαμένο, χωρίς συνείδηση.

Εσύ δεν μπορείς να κολυμπήσεις στα δικά του βάθη.

Δεν μπορείς να ζήσεις, ούτε να πεθάνεις σαν αυτόν.

Θα φύγεις φοβισμένος – όπως έζησες - για το άγνωστο επόμενο βήμα,
χωρίς να΄ χεις πάρει χαμπάρι τι σου δόθηκε.

 

Τι να πεις εσύ μαζί του;

Για άλλους τόπους φτιάχτηκε εκείνος , για άλλους εσύ.

Δεν έχεις ελπίδες να συνταξιδέψεις μαζί του...

Τι κρίμα για σένα..

Να΄ ξερες πόσα χάνεις..

 

Να σου πω κάτι ;                              

Δε σε λυπάμαι.

Έχεις αυτό που σου αξίζει.

Εσύ το επέλεξες.

Εγώ δε σε λυπάμαι..

 

Εκείνος όμως δεν είναι σαν εμένα.

Είναι πιο πάνω από μένα κι από σένα.

Έχει πάντα το χέρι του απλωμένο, να σου το δώσει να πιαστείς,
να βγεις απ΄ το ποτάμι που κυλά χωρίς βούληση..

Κι αφού στεγνώσεις στη φωτιά που θ΄ ανάψει για να σε ζεστάνει,
να κάτσεις δίπλα του την ώρα που δύει ο ήλιος
και να μοιραστεί μαζί σου το πιο γλυκό ψωμί..

Το ψωμί που θα ζυμώσει και θα ψήσει για σένα ...
γιατί ξέρει πόσο πεινασμένος είσαι......

 

 

11-7-2016

Κείμενο : Κορίνα Κουκουράκη

Ζωγραφική (Εικόνες) : Τζένη Πελέκη